βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… … Dictionary of Greek
βαθυμετρία — Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν –κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα– και τη μορφολογία των πυθμένων. Αυτός… … Dictionary of Greek
γεωμετρογραφία — η το σύνολο τών επιστημών και τεχνών που ασχολούνται με μετρήσεις και απεικονίσεις τμημάτων ή τού όλου τής γήινης επιφάνειας, τού υπεδάφους και τών βυθών … Dictionary of Greek
διφήτωρ — διφήτωρ, ο, η 1. αυτός που ερευνά 2. φρ. α) «βυθῶν διφήτορες» αλιείς, δύτες β) «χρυσοῡ διφήτορες» χρυσοθήρες … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
εχινοειδή — Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με… … Dictionary of Greek
ηλιόδισκος — ο ζωολ. ακτινόζωο τών μεγάλων θαλάσσιων βυθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατιν. heliodiscus < helio (πρβλ. ήλιο *) + discus (πρβλ. δίσκος)] … Dictionary of Greek
θαυματολαμπάς — η ζωολ. γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων τών μεγάλων ωκεάνιων βυθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thaumatolampas < thaumato (πρβλ. θαύμα, τος) + lampas (πρβλ. λαμπάς)] … Dictionary of Greek
σόντα — η, Ν 1. καθετήρας 2. (στους ναυτικούς) βυθομετρικό όργανο, σκαντάγιο 3. δειγματολήπτης θαλάσσιου βυθού 4. όργανο με το οποίο γίνονται δειγματοληψίες στο βάθος τών σάκων διαφόρων προϊόντων, ιδίως σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonda «όργανο για… … Dictionary of Greek